ακαβάλητος

ακαβάλητος
ακαβάλητος, -η, -ο και ακαβάλιστος, -η, -ο και ακαβαλίκευτος, -η, -ο
1. αυτός που ακόμη δεν καβάλησε: Ακαβάλητος καθώς ήταν άρχισε να φοβάται πάνω στ' άλογο.
2. αυτός που ακόμη δεν καβαλήθηκε: Το άλογο, ακαβαλίκευτο ακόμη, ήταν πολύ άγριο, σχεδόν απλησίαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαβάλητος — η, ο [καβαλώ] 1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι 2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει «άλογο ακαβάλητο» 3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος …   Dictionary of Greek

  • ακαβάληγος — η, ο ο ακαβάλητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”